μονοχρωματικός

μονοχρωματικός
ή, -ό
1. ο ζωγραφισμένος με ένα χρώμα
2. φυσ. αυτός που χαρακτηρίζει μια στοιχειώδη ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία συγκεκριμένης συχνότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. monochromatique (< μον[ο]-* + χρώμα). Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στον Αλέξ. Φιλαδελφέα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μονοενεργητική δέσμη — Χαρακτηρισμός ενός συνόλου σωματίων που έχουν την ίδια ενέργεια. Όταν η δέσμη αποτελείται από πανομοιότυπα σωμάτια, οι τρεις όροι μονοχρωματικός, μονοκινητικός και μ. έχουν την ίδια σημασία. Αν η μάζα ενός σωματίου είναι γνωστή, η ορμή του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”